-
1 ἐντύνω
Aἐντῠνῶ Lyc.734
: [tense] aor. 1ἔντῡνα Il.14.162
, E.Hipp. 1183; imper.ἔντῡνον Il.9.203
:—also [full] ἐντύω [pron. full] [ῠ], Thgn.196; imper.ἔντυε AP10.118
; [tense] impf.ἔντυον Il.5.720
:—[voice] Med., Call.Ap.8: [tense] aor.ἐντῡνάμην Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., A.R.1.235: ([etym.] ἔντεα):—equip, deck out, get ready, ἔντυεν ἵππους was harnessing them, Il.5.720 (so once in Trag.,ἐντύναθ' ἵππους ἄρμασιν E.Hipp. 1183
); ἔντυον εὐνήν were getting it ready, Od.23.289; δέπας δ' ἔντυνον ([tense] aor.1 imper.) ἑκάστῳ prepare the cup, i.e. mix the wine, for each, Il.9.203; λιγυρὴν δ' ἔντυνον ἀοιδήν raise the loud strain, Od.12.183; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν having decked herself well out, Il.14.162;θοίνας ἔντῠον B.Fr.18
; ἐ. ὑπόσχεσιν make it good, implement it, A.R.3.737; ὑποσχεσίην ib. 510:—[voice] Med., ὄφρα τάχιστα ἐντύνεαι (trisyll.) may'st get thee ready, Od.6.33;ἦλθ' ἐντυναμένη 12.18
;μολπήν τε καὶ ἐς χορὸν ἐντύνεσθε Call.Ap.8
, cf. Mosch.2.30: more freq. in Hom. c. acc., prepare for oneself, only in the phrases ἐντύνεσθαι ἄριστον, δαῖτα, δεῖπνον, Il.24.124, Od.3.33, 15.500, al.; ἄρμενον ἐντύνασθαι provide one what is needful, Hes.Op. 632;ἀγλαΐην A.R.4.1191
:—[voice] Pass., to be furnished with, τι Id.1.235.II c. acc., make one ready, urge him on,κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει Thgn.196
, cf. Pi.O.3.28: also c. inf., urge to do a thing, Id.P.9.66, N.9.36. -
2 ἐποίχομαι
A go towards, approach,μνηστῆρας ἐπῴχετο Od.1.324
;αἰτίζειν..ἐποιχόμενον μνηστῆρας 17.346
, cf. 6.282 ;ἐ. δόμον ἄλλον Thgn.353
; [θεοὺς] τραπέζαις ἐ. draw near to the gods with sacrificial feasts, Pi.O.3.40 ;εὐεργέταν Id.P.2.24
.2 go round, visit in succession, of one who hands round wine, αὐτοῖσιν θάμ' ἐπῴχετοοἰνοχοεύων Od.1.143
; of a general, pass along troops,στίχας ἀνδρῶν Il.15.279
, cf. 16.155 ; inspect, [ φώκας] Od.4.451 : abs., go his rounds, Il.10.171, 17.215 ;πάντοσ' ἐποιχόμενος 5.508
;πάντῃ ἐ. 6.81
, 10.167, etc.3 of arrows visiting persons with death, , cf. 50 ; οἷς ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχόμενος (or - νη) κατέπεφνεν, 24.759, Od.3.280, 5.124, etc.4 go over or ply one's task,ἔργον ἐ. Il.6.492
, Od.1.358, 17.227, etc. ; δόρπον ἐ. set about preparing it, 13.34 ; freq. of women, ἱστὸν ἐ. ply the loom, Il.1.31, Od.5.62, al., cf. Ephor.5 J. ;ἔργον φυλόπιδος ἐ. Mimn.14.10
; (tm.); [γύας καὶ ἀλωὰς] ἔργοισιν ἐ. with labour, Theoc.25.32 : c. dat.,ἔργῳ ἐ. Q.S.12.343
codd.: abs. in part., with another Verb, busily,ἡ μὲν ἐποιχομένη..ἔντυεν ἵππους Il.5.720
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποίχομαι
-
3 ἐντύνω
ἐντύνω, auch ἐντύω, gew. nur im imprf., fut. u. aor. ἐντυνῶ u. ἔντῡνα (vgl. ἔντεα), zurüsten, zubereiten; ἵππους, die Pferde anschirren, Il. 5, 720; ἐντύναϑ' ἵππους ἅρμασιν Eur. Hipp. 1183; εὐνήν, das Bett bereiten, Od. 23, 289; δέπας τινί, den Becher für Jem. zubereiten, ihn mischen, Il. 9, 203; ἀοιδήν, Gesang anheben, Od. 12, 183; εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν, nachdem sie sich wohl geschmückt hatte, Il. 14, 162; Ζήταν, ausrüsten, Pind. P. 4, 184; ἔντυέ οἱ ἄεϑλον, Ap. Rh. 1, 16; ὑπόσχεσιν, ein Versprechen erfüllen, 3, 737; λέχος 3, 40; Hosch. 2, 160 u. a. sp. D.; – ἐπεὶ κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει Theogn. 196, ihn antreibt, wie Pind. Ol. 3, 29; mit dem inf., ἔντυεν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9, 68; N. 9, 37. – Med., sich rüsten, sich fertig machen; ὄφρα τάχιστα ἐντύνεαι Od. 6, 33; 12, 18; ἐς χορὸν ἐντύνεσϑε Csilim. Apoll. 1, 8. Gew. für sich bereiten, besorgen, bes. δαῖτα, δεῖπνον, ἄριστον, Od. 3, 33. 15, 500. 16, 2, sich eine Mahlzeit bereiten; ἄρμενον, sich das Erforderliche herbeischaffen, Hes. O. 630; ἐρετμόν Ap. Rh. 1, 1189; ὑποσχεσίην, sein Versprechen erfüllen, 3, 510. – Pass. bei Ap. Rh. 1, 235, ὅσσαπερ ἐντύνονται νῆες, womit die Schiffe ausgerüstet werden.
-
4 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий